Η αυτοκράτειρα ρίγησε. Ήξερε: Ήταν η σκιά της ξένης γυναίκας, που της είχε κατακυρωθεί. Τα χέρια της σκιάς υψώθηκαν προς το μέρος της με τις παλάμες ανεστραμμένες, ήταν η χειρονομία του σκλάβου, που παραδίδεται ολοκληρωτικά, για ζωή και θάνατο. Το γονατισμένο ον ριγούσε σαν τρεμόφυλλη λεύκα και η αυτοκράτειρα έτρεμε κι εκείνη μέχρι τα μύχια της ψυχής της. Οι δύο παλάμες έσμιξαν, επάνω τους αναπαυόταν μια στρογγυλή κούπα με χρυσό νερό. Η σκιά, υψώνοντας ακόμη περισσότερο τα μπράτσα της, πρόσφερε τρέμοντας στην αυτοκράτειρα το νάμα και μαζί τον εαυτό της. Ο αυτοκράτορας είχε πια ανακαθίσει εντελώς. Στηριγμένος μόνο στο αριστερό του χέρι τέντωνε το δεξί προς τα εμπρός με απέραντο πόθο και ανυπομονησία. Στα μάτια του, που δεν ξεκολλούσαν από το χέρι της γυναίκας του, η ελπίδα και η απελπισία σφιχταγκαλιάζονταν, σαν δύο φίδια που παλεύουν...