Δεν αναγνώριζα πια αυτά που έλεγα. Δεν αναγνώριζα πια τις ίδιες μου τις αναμνήσεις όταν τις αφηγούμουν· δεν αναγνώριζα πια αυτά που είχα ζήσει με τη μορφή που είχαν επιβάλει στην αφήγησή μου, έχανα τον εαυτό μου, ήξερα πως αν προχωρούσα σε αυτή την αφήγηση θα ήταν πολύ αργά για να γυρίσω πίσω, αυτό που θα ήθελα να πω θα χανόταν, αισθανόμουν πως αν ένα πράγμα δεν λεγόταν τη στιγμή που έπρεπε να ειπωθεί θα εξαφανιζόταν, χωρίς δυνατότητα επιστροφής, η πραγματικότητα θα απομακρυνόταν, θα διέφευγε, εκείνη τη στιγμή και για πάντα, καταλάβαινα πως υπήρχαν ορισμένες σκηνές, ορισμένα πράγματα που δεν θα έπρεπε να τα πω αν ήθελα να θυμάμαι τα πάντα, πως δεν μπορούμε να θυμόμαστε παρά ξεχνώντας, και πως αν με πίεζαν να θυμηθώ τότε ήταν που θα ξεχνούσα τα πάντα.
Το δεύτερο μυθιστόρημα του Εντουάρ Λουί, ενός από τους πιο σημαντικούς νέους Γάλλους συγγραφείς, διαδραματίζεται με επίκεντρο ένα γεγονός που συμβαίνει τις πρώτες ώρες της 25ης Δεκεμβρίου. Ο Εντουάρ, που βρίσκεται μόνος του την ημέρα των Χριστουγέννων, φέρνει στο σπίτι του στο Παρίσι έναν τριαντάχρονο άντρα, ονόματι Ρεντά, αλγερινής καταγωγής. Επί αρκετές ώρες συζητούν, κάνουν έρωτα και κοιμούνται. Το επόμενο πρωί ο Ρεντά ξεσπά, απειλεί τον Εντουάρ με ένα πιστόλι, τον βιάζει και φεύγει. Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, που μας διηγείται την ιστορία εκ των υστέρων, με ένα εκπληκτικό προφορικό ύφος, είναι ο ίδιος με το πρώτο μυθιστόρημα του Λουί, που υπήρξε εξαιρετικά επιτυχημένο και στην Ελλάδα.