Στο "Στρατηγό της νεκρής στρατιάς" εξιστορείται η παραμονή στην Αλβανία δύο Ιταλών, ενός στρατιωτικού κι ενός ιερέα, που πηγαίνουν 15 χρόνια μετά τη λήξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου για να βρουν και να ξεθάψουν τα οστά των σκοτωμένων ιταλών στρατιωτών. Οι δύο άντρες που παρουσιάζονται στο ξενοδοχείο "Ντάιτι" των Τιράνων εκπροσωπούν αφενός τη στρατιωτική κι αφετέρου τη θρησκευτική αντίληψη του κόσμου.
Ένας στρατιωτικός κι ένας ιερωμένος, λοιπόν, που τόσο με τη δική τους ευαίσθητη και εύθραυστη σχέση όσο και με τους καυστικούς τους διαλόγους σχετικά με τους Αλβανούς, ιδωμένους απ' την πλευρά των ξένων, προσδίνουν στο κείμενο μια ιδιαίτερη και ξεχωριστή ατμόσφαιρα... Μερικά άλλα επεισόδια έχουν για φόντο μια πόλη του αλβανικού νότου (το Αργυρόκαστρο) και τον οίκο ανοχής που υπήρχε εκεί στη διάρκεια του πολέμου.
Στο λαβύρινθο που περιπλανιέται ο στρατηγός αναζητώντας τον ασβεστοποιημένο πια στρατό του, ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με πλήθος άλλους λογοτεχνικούς θύλακες, που μπορούν να εκληφθούν και σαν αυτόνομες διηγήσεις. Ανατριχιαστική η σκηνή του γάμου, όταν ο στρατηγός, νιώθοντας στιγμιαία ευφορία, ξεχνάει πως εκπροσωπεί τους πρώην κατακτητές και φτάνει να πιστεύει πως ταυτίστηκε με τους ντόπιους: μια γριά πετάει στα πόδια του το σακί με τα οστά ενός "καταραμένου" ιταλού συνταγματάρχη, που πλανιέται σαν φάντασμα απ' τις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου.