Σε έναν κόσμο που μοιάζει και δε μοιάζει με τον πραγματικό, έναν τόπο που κατοικούν παράξενα ζώα και όπου τίποτε δεν έχει γεύση, πραγματική υπόσταση και ουσία, τέσσερις άγνωστοι μεταξύ τους, δύο γυναίκες και δύο άντρες, προχωρούν προσπαθώντας να βρουν μια οδό διαφυγής –και κυρίως, πασχίζοντας να καταλάβουν πού βρίσκονται, ποιος τους πήγε εκεί, και γιατί.
Όταν όμως κατασκηνώσουν σε ένα ξέφωτο του πυκνού δάσους και ανάψουν μια φωτιά που δεν τους ζεσταίνει, ένας ένας θα αρχίσουν να θυμούνται. Και θα καταλάβουν πως η λήθη που τους τύλιγε μέχρι τότε ήταν κατά πολύ προτιμότερη. Γιατί δεν είναι τέσσερις φυσιολογικοί άνθρωποι αυτοί. Είναι γεμάτοι μεγάλα, μακάβρια, αποτρόπαια μυστικά, που θα αναγκαστούν να αφηγηθούν ο ένας στον άλλο αναμετρώμενοι με τις ψυχικές αντοχές τους. Είναι τέσσερις ψυχές που έχουν κάνει πολλά, έχουν περάσει πολλά, και φοβούνται πολύ: τρέμουν για όσα έκαναν σε άλλους· και τρέμουν ακόμη περισσότερο για όσα πρόκειται να συμβούν στους ίδιους.
Παρανοϊκοί δολοφόνοι, ψυχροί εκτελεστές, άνθρωποι που βίωναν καθημερινά την κόλαση στη ζωή τους, θα ανασύρουν από τη μνήμη τους όσα τους μετέτρεψαν σε αληθινά τέρατα, από εκείνα τα λίγα και σπάνια, που δεν τους επιτρέπεται να πέσουν στα γόνατα ζητώντας συγχώρεση και επιείκεια, από κανένα νόμο –επίγειο και μη. Είναι άνθρωποι πέραν του καλού και κακού. Άνθρωποι που ζουν, και πεθαίνουν, στα άκρα.