Μέλος αντιστασιακής οργάνωσης στην κατεχόμενη Γαλλία, ο Χόρχε Σεμπρούν συλλαμβάνεται από την Γκεστάπο, εκτοπίζεται στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως Μπούχενβαλντ, γίνεται ηγετικό στέλεχος των κρατουμένων Ισπανών και απελευθερώνεται στις 11 Απριλίου 1945, όταν τα στρατεύματα του Πάττον καταλαμβάνουν το Μπούχενβαλντ. Χρειάστηκε να περάσουν δεκαπέντε χρόνια για ν' αποδεχτεί τη ζωή, όπως μας δείχνουν οι έμμονες ιδέες του, που επαναλαμβάνονται συνέχεια, όπως τα μουσικά θέματα μιας εφιαλτικής ραψωδίας.
Ο φοιτητής του λυκείου Henri-IV, ο νεαρός ποιητής που γνώριζε ήδη όλους τους διανοούμενους του Παρισιού, βιώνει στο Μπούχενβαλντ το θάνατό του. θα πιστέψει, για λίγο, ότι είναι δυνατόν να εξορκίσει το θάνατο με τη γραφή. Μα το γράψιμο παραπέμπει στο θάνατο. Για να ξεφύγει απ' αυτόν το φαύλο κύκλο, δέχεται τη βοήθεια μιας γυναίκας και... της ομπρέλας του Μπακούνιν, που φυλάσσεται στο Λοκάρνο της Ελβετίας.
Το βιβλίο αυτό, που πραγματεύεται το θάνατο, είναι παρ' όλα αυτά εξαιρετικά ζωντανό. Γιατί μπλέκονται μέσα του χίλιες ιστορίες, μύριες εικόνες, πάμπολλα περιστατικά από την πολυτάραχη ζωή του συγγραφέα.
Ο Σεμπρούν θα μπορούσε ν' αρκεστεί να γράψει ενθυμήματα ή μια μαρτυρία. Συνθέτει όμως ένα αριστοτεχνικό μυθιστόρημα, που επίμονα μας υπενθυμίζει ότι η Βαϊμάρη ήταν η πόλη του Γκαίτε, αλλά και η πόλη του τρομερού στρατοπέδου Μπούχενβαλντ.