"Ένα πρωί του Απριλίου. Ετοιµάζοµαι να πάω στην καινούργια µου δουλειά. Θα κάνω τον καφέ µου όπως µ' αρέσει: σκούρο, πικρό, πηχτό, χωρίς γάλα ή ζάχαρη. Εκείνος θα 'ρθει από πίσω µου και θα κολλήσει στην πλάτη µου το γυµνό του στήθος. Θα πάρει την κούπα µου, θα πιει µια γουλιά καφέ, θα κάνει πως φτύνει, θα µε ρωτήσει πώς µπορώ και πίνω αυτό το κατάπλασµα, θα πει "Αν είναι δυνατόν µια Κολοµβιανή να φτιάχνει τέτοιο καφέ", θα µε παραµερίσει και: "Να σου δείξω εγώ, µωρό µου, πώς φτιάχνουν καφέ". Κι εγώ θ' αποφασίσω, χωρίς να το καταλάβει, χωρίς να το πω ποτέ, µ' ένα αλλαγµένο βλέµµα που ούτε καν θα το προσέξει, ν' αφήσω την ιστορία να τελειώσει".