"Εγώ θα σου πω πώς πήγαν τα πράγματα. Εγώ που ήμουν στην πλατεία της Επανάστασης. Κάποιος άλλος θα σου τα έλεγε -και μπορεί ήδη να το έχει κάνει- όπως κάνουν όλοι, δηλαδή με την κατοπινή γνώση, αφού έχουν ρίξει μια ματιά στις εικόνας των βιβλίων· κοίτα, να η κυρα-Γκιλοτίνα, να το πορτρέτο του Ροβεσπιέρου, γύρνα σελίδα, και να ο χάρτης των μαχών και με κάθε λεπτομέρεια πώς περνούσαν τα χρόνια, λες και ήταν ελιές· 1789, 1793, 1794".
Το Παρίσι περνάει νύχτες χωρίς φεγγάρι. Ο Μαρά, ο Ροβεσπιέρος και ο Σαιν Ζυστ είναι νεκροί, όμως υπάρχει κάποιος που ορκίζεται ότι τους είδε στο νοσοκομείο τρελών του Μπισέτρ. Ένας μασκοφορεμένος άνδρας τριγυρίζει στις στέγες: ο απιστευτοσκοτώστρας, ήρωας των λαϊκών γειτονιών, υπερασπιστής της επαναστατημένης πλέμπας, χθες φόβητρο αλλά σήμερα ταπεινωμένος, κυνηγημένος από τη νέα εξουσία. Λένε ότι είναι Ιταλός. Ορδές παράξενων ανθρώπων ξεχύνονται στους δρόμους, αινιγματικά συνθήματα γράφονται στους τοίχους και μια αόρατη δύναμη καθορίζει τη μοίρα των ανθρώπων, τόσο στην πόλη όσο και στα μακρινά δάση της Ωβέρνης. Κάποιος την αποκαλεί "Μαγνητικό υγρό", κάποιος άλλος "Βούληση". Κάποια μέρα η αντεπανάσταση θα αφορά τους πάντες. Όμως καλύτερα να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή και μάλιστα από την ημέρα που ο Λουδοβίκος Καπέτος συνάντησε την κυρα-Γκιλοτίνα.