Αν και είναι ακόμη απομεσήμερο, η εκκλησία είναι τόσο σκοτεινή που μετά βίας βλέπουν ο ένας τον άλλον. Δεν περιμένει κανένας πως θα ζήσει το παιδί. Η χήρα Ντάιερ τους έχει πείσει όλους γι' αυτό. Κανένα υγιές μωρό δεν μπορεί να είναι τόσο αφύσικο που να μην έχει βγάλει άχνα εδώ και τρεις ημέρες! Κοιμάται, ξυπνά, τρώει, αλλά δεν κλαίει. Ούτε μια φορά! Έχει ίσαμε δώδεκα μεταξένιες μαύρες μπούκλες στο κεφάλι του, τα μάτια του είναι γαλανά. Η χήρα Ντάιερ λέει πως το καλύτερο είναι να πεθάνει. Ο ιερέας έρχεται με καθυστέρηση από το φαΐ του. Αποβάλλει όσο πιο διακριτικά μπορεί τα αέρια από το στομάχι του, παίρνει το μωρό, ρωτάει τον Μούντι αν αποκηρύσσει τα έργα του Σατανά και του δίνει το όνομα του: Τζέιμς Ντάιερ. Ένα όνομα είναι αρκετό για τέτοιο χτικιάρικο πλάσμα. Λιγότερη δουλειά για τον άνθρωπο που θα χαράξει την ταφόπλακά του.