ΣΤΟΥΣ ΜΑΥΡΟΥΣ ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ (1951) ο αφηγητής διασχίζει με το ποδήλατό του χωριά της Κάτω Σαξονίας και περιγράφει έναν κόσμο κατεστραμμένο, δίχως ανθρώπους – έχει προηγηθεί ο Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Σαν νέος Ροβινσώνας κατασκευάζει ένα σπίτι και οργανώνει την καθημερινή ζωή του. Συχνά ο μισάνθρωπος αφηγητής εκδηλώνει την απέχθειά του για τη ρηχότητα και την ηθική παρακμή του πολιτισμού που χάθηκε. Την ίδια στιγμή, ως γνήσιο τέκνο του Διαφωτισμού, μπολιάζει την περιπλάνησή του με μια θερμή συνηγορία υπέρ του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Η ερωτική του ιστορία με μια ακόμη επιζήσασα δεν έχει ευτυχές τέλος· παρά τις στιγμές ερωτικής ευωχίας, η γυναίκα αποφασίζει να τον εγκαταλείψει και να συνεχίσει το ταξίδι της. Οι Μαύροι καθρέφτες ξεχωρίζουν για την τόλμη της γραφής και για τη γλωσσοπλαστική τους δεινότητα. Το μυθιστόρημα επίσης συνδυάζει την ανάμειξη διαφορετικών υφολογικών επιπέδων, την παρωδία μοτίβων και τόπων ποικίλων λογοτεχνικών ειδών με την καταλυτική ειρωνεία και το χιούμορ. Χάρη σε αυτά τα χαρακτηριστ