... Εδώ έφτασε ο Κόναν ο Κιμμέριος, μαυρομάλλης, με σκοτεινιασμένα μάτια, με το γυμνό ξίφος στο χέρι, ένας κλέφτης, ένας λεηλάτης, ένας φονιάς, με απέραντες μελαγχολίες και απέραντα κέφια, για να συντρίψει τους θρόνους που κοσμούσαν τη Γη κάτω από τα σανδαλοφορεμένα πόδια του...
Ο Χάουαρντ μας συγκινεί γιατί εξαγγέλει ένα πλήρες και πλούσιο, ένα εντελεχές όραμα του κόσμου -με μια φωνή τραυλή, σπασμένη, λίγη. Ο νεαρός επαρχιώτης Αμερικάνος (διπλά επαρχιώτης λοιπόν, καθ' όσον μιλούμε για Λογοτεχνία) συντόνισε το βήμα του με τους ακαταλογράφητους καιρούς της ανθρωπότητας, επινόησε προς χάριν τους ένα παρελθόν, τους δώρισε έναν καιρό παρόντα, να τον ζήσουν.