Παραμονή Πρωτοχρονιάς, σε μια οικοδομή του Μπουένος Άιρες. Οι ιδιοκτήτες επισκέπτονται τα ημιτελή διαμερίσματα προκειμένου να ελέγξουν την πρόοδο των κατασκευών, ενώ οι εργάτες συνεχίζουν τη δουλειά τους με τη σκέψη στην αργία της επομένης. Σύντομα όμως γίνεται σαφές ότι εκεί, δίπλα στους ανθρώπους, ανάμεσα σε τοίχους που δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί, μένουν και κάποιοι άλλοι, κάτοικοι φασματικοί και παράξενοι. Μια τέτοια συνύπαρξη, όσο κι αν ακολουθεί τη δική της ιδιαίτερη καθημερινότητα, δύσκολα έχει καλό τέλος. Ωστόσο, έτσι είναι αυτή η πόλη, μεταμορφώνεται σε έναν κόσμο διαφορετικό μόλις πέσει το σκοτάδι. Στους δρόμους της αρχίζουν να κυκλοφορούν άπιαστες μορφές, όπως εκείνες που ξεχύνονται από παράγκες φτωχικές για να σκαλίσουν τα σκουπίδια, μορφές μυστηριώδεις οι οποίες συγχρωτίζονται ενίοτε με αστυνομικούς, δικαστές, ιερείς, ναρκωτικά, σφαίρες και καταιγίδες. Και εν πάση περιπτώσει, στην ίδια πόλη, πάντοτε, πόσο τραγικά μπορεί να εξελιχθεί ένα δείπνο, πόσο απότομα να τερματιστεί μια ζωή, ποιο όπλο σκοτώνει τα ζόμπι και, το βασικότερο ερώτημα, πόσο ήσυχα και γαλήνια είναι τα νεκροταφεία τη νύχτα; Τρεις πολύ χαρακτηριστικές νουβέλες του Αργεντινού συγγραφέα, οριακές, ανατρεπτικές, σαγηνευτικές.