«Μόλις άνοιγα τα μάτια, τα έβλεπα στο μισοσκόταδο. Μαύρα ή σοκολατιά, κι αν ήταν άνοιξη, άσπρα. Τα παπούτσια με το λουράκι και το μικρό δερμάτινο κουμπί. «Σ’ αρέσουν;» Σηκωνόμουν. Τα φορούσα. Μια γυροβολιά σαν βαλσάκι, κι ένα φιλί στο μάγουλο του πατέρα που μέσα στις δεκαπέντε ώρες που έλειπε είχε αρχίσει ν’ αγκαθώνει…» Είκοσι μία μικρές ιστορίες ενηλικίωσης για μεγάλες εικόνες και μνήμες με τα μάτια ενός κοριτσιού από τα τέσσερα μέχρι τα δεκατέσσερά του χρόνια, μέσα στην περίοδο της δικτατορίας και λίγο της μεταπολίτευσης. Οι αληθινές αυτές ιστορίες συνθέτουν ένα σπονδυλωτό αφήγημα όπου μας οδηγούν τα βήματα του κοριτσιού που φοράει τις πιο πολλές φορές τα απλά δερμάτινα παπούτσια του, αυτά με το λουράκι. Ιστορίες όπου το κορίτσι αρχίζει ν’ ανακαλύπτει τον περίπλοκο κόσμο των μεγάλων, να εκφράζει τα αισθήματά του, να διακρίνει τη δύναμη και την ομορφιά της ζωής, να φυλάει σαν θησαυρούς όλες αυτές τις εικόνες και με τα ίδια εκείνα παπούτσια να συνεχίζει το δρόμο του.