Ανάψανε φωτιά. Εμείς περιμένουμε. Η Νουρ κοιμάται.
Μας ξύπνησαν γιατί ήρθε η σειρά μας. Βάζουν τη Νουρ στη βάρκα.
Κλαίει.
"Μαμά μου, πού είσαι;" Οι βαρκάρηδες φωνάζουν.
Τι λένε οι βαρκάρηδες; Τι λένε; Δεν καταλαβαίνει. Φοβάται.
Οι άνθρωποι πετάνε κάτω τα πράγματά τους.
Εμείς δεν έχουμε πράγματα. Έχουμε μόνο την πετσέτα.
Σπρώχνουν τη βάρκα.
Ταξιδεύει. Φοβάται.
Περιμένει. Φοβάται. Κρυώνει. Φοβάται.
Ένα φως πέφτει πάνω τους. Φωνάζουν. Φοβάται.
Όλοι στη βάρκα φωνάζουν. Φοβάται.
Οι ψαράδες τους παίρνουν αγκαλιά.
Η Αργυρώ Πιπίνη έγραψε μια ιστορία που χωράει πολλές ιστορίες - φαίνεται απλή, ίσως γιατί παραμένει αναλλοίωτη στον χρόνο. Ο Αχιλλέας Ραζής της έδωσε τα ζώντα χρώματα και το σχήμα που της αρμόζει - αναλλοίωτα κι αυτά. Εμείς απλώς τα αναγνωρίζουμε γιατί πιο εύκολα γιατί βλέπουμε σε αυτά το Χαλέπι, τη Λέσβο, την Αθήνα 2016.