Ήταν κάποτε ένας μεταξοσκώληκας που τον έλεγαν Δυότυχο Παραδείση. Στον Δυότυχο άρεσαν πολύ τα τρυφερά φύλλα της μουριάς, μα και τα φύλλα της ροδιάς, της κόκκινης μηλιάς, της φραουλιάς. Τα φύλλα όλων των δέντρων που έβγαζαν κόκκινους καρπούς. Είχε τόσο κόκκινο πάνω του ο Δυότυχος, που τους μπέρδευε με σκέψεις και τους έκανε να βάζουν στοιχήματα. "Από ντροπή είναι έτσι", έλεγε ο πρώτος, "και δίνω ένα φύλλο αν κάνω λάθος". "Όχι, όχι μάλλον έκλαψε πολύ", λέει ο δεύτερος, "κι αν δεν είναι αυτό, γέφυρα θα γίνω για το επόμενο κλαρί". "Σιγά μην είναι αυτό. Απ' το πολύ τραγούδι", λέω εγώ. Μ' αυτό συνέχεια μας ξυπνάει. Και κόβω το φαί αν δεν έχω δίκιο", λέει ο τρίτος. [. . .] (Από την έκδοση)