Δεν μου χαρίστηκε ο χρόνος. Δεν τον αφήνω να περάσει. Όπως στην «κυρα-Μαρία» που έπαιζα μικρός. Δεν περνά! Στο τέλος περνά!
«Από τη στιγμή που υπάρχει μια πρακτική γραφής» γράφει ο Ρολάν Μπαρτ «βρισκόμαστε μέσα σε κάτι που δεν είναι ακριβώς λογοτεχνία». Το ότι είναι μόνο «γραφή» με ανησυχεί όλο και περισσότερο. Με θλίβει μάλιστα ότι αυτό δεν είναι πλέον «ζωή».
Πίστεψα πως από την «άλλη πλευρά» –την altra riva, όπου βρίσκεται η χαρά– ο χρόνος δεν θα με απασχολεί πλέον. Γράφοντας θα γινόμουν αθάνατος και θα αναγνώριζα στη μορφή αυτού που γράφω το ποίημα – το viatique pour l’éternité, όπως διάβαζα στη μαρμάρινη πλάκα, στην πρόσοψη του σπιτιού του Βλαντιμίρ Γιανκέλεβιτς. Η πρακτική της γραφής όμως, που καταργεί τα είδη, ούτε κι αυτή με παρηγορεί ώστε να πω: «Να! Έγραψα. Και δεν έχει σημασία τι».
Δεν με καθησυχάζει το ότι η γραφή είναι ήδη (είδη) το «ύφος» του γραπτού χωρίς κατατάξεις. Δεν μου φτάνει ακόμη το ότι η γλώσσα δεν είναι παρά ένα «όργανο». Αλλά να μη ζητώ πολλά. Ούτε θεωρητικός ούτε λογοτέχνης υπήρξα, ο