Βγήκε στην αυλή απ’ την κουζίνα φέρνοντας μια πιατέλα γεμάτη ώς επάνω κουτσομούρα. Την είχε καλοτηγανίσει. Σκοντάφτει στο μαρμαράκι της πόρτας, πάρ’ τα όλα κάτω. «Δε βαριέσαι», λέει στο λεπτό. «Ψι ψι ψι», έδωσε τα ψάρια στα γατιά. Μέχρι να φάνε εκείνα, σκουπίζει το ίδιο τηγάνι, ανάβει το πετρογκάζ, βάζει το τηγάνι επάνω με φρέσκο λάδι. Περιμένει ένα λεπτό. Κόβει δυο σφιχτές ντομάτες κι ένα μεγάλο κρεμμύδι, τα ρίχνει μέσα. Συνεχίζει ρίχνοντας καμιά δεκαριά αβγά, ένα ένα. Το λάδι πιτσίλαγε, χάλαγε τον κόσμο. Τρίβει φέτα αποπάνω. Ρίγανη, πιπέρι. Χωρίς κουβέντα κάτσαμε και φάγαμε. Αυτή ήταν η γιαγιά μου. Τα έχανε όλα, άρχιζε από την αρχή. Λίγες εικόνες της γιαγιάς από μια ολόκληρη ζωή, δοσμένες στην εγγονή σαν σκόρπιες φωτογραφίες από ένα μεγάλο ταξίδι. Εικόνες πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, όταν μόνο τα σύννεφα τ’ ουρανού και της καθημερινότητας σκίαζαν τη ζωή, εικόνες μέσα από την Καταστροφή, το καραγιαγκίνι που κατέκαψε ζωές και περιουσίες και μαύρισε τις καρδιές, κι άλλες μετά την Καταστροφή, α