Πρόκειται για μια ποιητική σύνθεση, που αναπτύσσεται με την ανέλιξη μιας μουσικής φούγκας σε σαράντα δύο μέρη. Μέσα στην αχλύ του αναθρώσκοντος καπνού από τα θρυλικά τσιγάρα Έθνος εξαιρετικά, που παρηγορητικά συνόδευσαν το βίο των γενεών των παππούδων μας, κινούνται και αναθάλλουν οι ίσκιοι της μνήμης.
Οι καραβοτσακισμένες γενιές των πολέμων του ΄22 και του ΄40 περπατούν μέσα στα βρεγμένα και ματωμένα χώματα μιας ιστορίας των αφανών. Εκείνων που ανώνυμοι διάβηκαν τη φωτιά του πολέμου και με τον ιδρώτα και το αίμα τους έχτισαν το σπίτι μιας ορφανής πατρίδας, πέρα από τις επίσημες αποτιμήσεις και τις ιστοριογραφικές αναλύσεις.
Τα παιδιά που γεννήθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του ΄60 σε πόλεις και χωριά σφραγίστηκαν με τις αφηγήσεις των ξερριζωμένων και των επιζώντων. Η ιστορία προσλαμβάνεται μέσα από την αφηγηματική της μυθολόγηση. Στη σύνθεση του κατακυρωμένου και βραβευμένου ποιητή οι λεπτομέρειες φωτίζουν με τρόπο προσωπικό τον ιστορικό χρόνο. Με την διερώτηση για το πώς κουβαλάμε-συλλογικά και προσωπικά- τις πέτρες αυτού του βάρους στην σημερινή τηλεοπτική μας αμνησία. Με μια ποιητική αφήγηση όπου κατορθώνονται μορφές, στις οποίες συγκεράννυνται και σμίγουν η έμμετρη ποιητική παράδοση και οι μοντερνιστικές κατακτήσεις ως ενιαίο σώμα της λυρικής μας παράδοσης, ο Κοσμόπουλος φανερώνει τον δικό του γνήσιο κόσμο, με τρόπο συνθετικό.