"Μ' ακούς ή τσάμπα στον καθρέφτη θα μιλάω;", αναρωτιέται ο Αγγελής Μαριανός, στον τελευταίο στίχο της δεύτερης ποιητικής του συλλογής "Αντικριστά" ή μάλλον είναι το ερώτημα που θέτει στον συνομιλητή του: το είδωλο που αναζητά πίσω από τον καθρέφτη.
Ο ποιητής, αντικριστά, αναμετράται κατ' αναλογία με τα φυσικά και τ' ανθρώπινα: το φως, τη βροχή, τη γονιμότητα και τους χυμούς της φύσης, τον χρόνο και τη γεωγραφία, μέχρι να φτάσει στην ουτοπία, αλλά και τη σιωπή ή την ακινησία, μέχρι να φτάσει στον θάνατο. Κι ενδιάμεσα παλεύει με τις μνήμες και περιπλανιέται, με ή χωρίς πυξίδα, στο αστικό τοπίο: βλέπει πως μεταμορφώνονται οι γενιές κι αλλάζουν, βλέπει τους κλώνους να ξεπροβάλουν σαν καταιγίδα, βλέπει με τα γυμνά του μάτια την πλήξη που προκαλεί πλέον το θαμπωμένο είδωλο.
Εντούτοις παρατηρεί με τον δικό του φακό τις αλληλεπιδράσεις της ανθρώπινης οντότητας με το ηλιακό φως: τη λάμψη, τη γύμνια, τη διαφάνεια, το μονόχρωμο και το κενό· από την παρουσία έως την πλήρη εξαφάνιση του ειδώλου. Τα οπτικά φαινόμενα με τ