ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ
Παιδί την ξάπλωσε στην άμμο, βοήθησε
κι ο τεχνουργός πατέρας του. Τα φύκινα
ξηραίνονται μαλλιά της· στο ουραίο
τη λάμψη έχουν ωχρή τα βοτσαλάκια.
Στα χείλη της ωστόσο ακόμα μένει
το κρεμεζί φρέσκου ψαριού· στον κόρφο
κεραμιδίζει αδούλωτη μια ρώγα.
Δεν ξέρουμε· κοιμάται αυτή και λιάζεται;
Σαν χαλαρή με φαίνεται· τα μάτια της
στερεωμένα μαύρο πετραδάκι
ξανοίγουν σε πανάρχαιους ουρανούς.
Σαν μάγισσα με φαίνεται· η ανάσα της
λιχνίζει την ασάλευτη σιωπή,
τη θάλασσ' αγκιστρώνε, βαλσαμώνει
αγράμματα, ακοινώνητα πουλιά.
Θα φύγω· θα ξανάρθω αύριο πάλι.
Και τι θωρώ στην άμμο τη λιανή;
Το σώμα της γοργόνας σ' αποσύνθεση·
κάποιος με μια πατούσα τη διέσχισε
(το χνάρι οριζόντια στην κοιλία)
τα χέρια της ζαβά, λαιμός αποσχισμένος
από του στήθους της τ' ολίγο κύμα.
Την τρίτη μέρα το σημείον "γοργόνα"
είχε σχεδόν απόλυτα χαθεί
(στη θέση του δεν έλαμνε κουπί).
Αλλά μ' απολεπίζει από τη λύπη
και το χρωστώ σε κείνο το παιδί
(βοήθησε κι ο τεχνουργός πατέρας)
που έσυρε στον άμμο άλλη γοργόνα
πελώρια, βαρεμένη, φουσκωτή.