ΚΥΜΟΘΟΗ
Κόρη του Νηρέα και της Δωρίδας
νύμφη νερόδρομη, ποντοπλάνα
χορευτικά που γυροφέρνεις τα πέλαγα
ακροβατώντας σε ράχες Τριτώνων
ροδόμορφη, πολύχαρη, αγνή
το τραγούδι μου, ο μύστης σου
α π ο θ έ τ ω σ τ α κ ύ μ α τ α
γοργοτάξιδο να ’ναι, ευμενής Κυμοθόη
* Κυμοθόη: μία από τις πενήντα, κατά τον Ησίοδο, νηρηίδες, νύμφες της θάλασσας φιλικές προς τους ανθρώπους, κόρες του Νηρέα και της Ωκεανίδας Δωρίδας < κύμα + -θόη (< θοός = γρήγορος < θέω = τρέχω) = αυτή που τρέχει στα κύματα.
* το ποίημα έχει γραφεί κατά το πρότυπο ενός ορφικού ύμνου.