Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μέσ' στη Χώρα,στην εκκλησία, στον κλίβανο, στο σπίτι, στ' αργαστήρι, παντού, στο κάστρο, στην καρδιά, τ' αποκαΐδια, οι στάχτες. Πάει κι ο ψωμάς, πάει κι ο χαλκιάς, πάει κ' η γυναίκα, πάνε τα παλληκάρια, οι λειτουργοί, και του ρυθμού οι τεχνίτες, του Λόγου και οι προφήτες. Τα χέρια είναι παράλυτα, και τα σφυριά παρμένα και δε σφυροκοπά κανείς τ' άρματα και τ' αλέτρια, κ η φούχτα κάποιου ζυμωτή λίγο σιτάρι αν κλείση, δε βρίσκει την πυρή ψυχή ψωμί για να το κάμη. Κι από κατάκρυα χόβολη μεστή η γωνιά, κι ακόμα και πιο πολύ από τη γωνιά που του σπιτιού η καρδιά είναι, κακοκατάντησε η καρδιά του ανθρώπου. Κρίμα. Κρίμα. Σκοτεινό ρέπιο κ' η εκκλησιά, και δίχως πολεμίστρες το κάστρο, και χορτάριασε κ' έγινε βοσκοτόπι. Κι ο μέγας Έρωτας μακριά, και είν' άβουλος ο άντρας κι άπραχτος, και στο πλάι του χαμοσυρτή η γυναίκα κυρά της έχει τη σκλαβιά και δούλο της το ψέμα. Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μέσ' στη Χώρα. [...] (Από τον πρόλογο της έκδοσης)