Γαλάζια μαλλιά πλεγμένα μ’ αρμυρίκια
όσο το καλοκαίρι τελειώνει αμφίρροπο
μετρά μορφές πίσω απ’ τον κρυστάλλινο τοίχο
σιγομουρμουρίζοντας τις οπτασίες που τρεκλίζουν
σφυρίζοντας αρωματισμένα λόγια.
Δεν έζησα στο σπήλαιο, κι όμως μισοκλείνω
τα μάτια και τα χείλη που αρνούνται.
Τυφλώνομαι μόνο απ’ το χαμόγελο του Ιούνη
που ’λεγε θα σταματήσει το καλεντάρι, ο υβριστής!
Τον λάξεψε κι αυτόν ο φόβος της λάβας
κι ας ήταν δίπλα η πηγή.
Δεν έμαθα ποτέ καλό σημάδι!
Ούτε να τιθασεύω τα ριζώματα!
Ένα λιβάδι ανοίχτηκε μπροστά,
καμένο απ’ τον λίβα...
And all I loved, I loved alone.