Η λυρική προέκταση της γλώσσας στην μυθιστορία αυτή κατοικείται από παραστάσεις συναισθημάτων που σε κυριαρχούν κι όταν εγκαταλείπεις την ανάγνωση ανάμεσα στο διάστημα που το κείμενο εντοπίζεται στη διαμεσολάβηση της ταύτισης με το εντοπιζόμενο κάθε φορά διανόημα τής καθημερινότητάς σου, πράγματι μάλλον φαινόμενο του Πάθους.
Το εγχείρημα του νοητού Κόσμου επισημαίνει στην μυθοπλασία ένα επισταμένο αξιακό ήθος που το εμπιστεύεσαι άμεσα στο παρατιθέμενο ζήτημα της αντλημένης από αυτό συμπεριφοράς των χαρακτήρων του βιβλίου. Ο έρωτας εδώ επαναφέρει τον ασύνδετο κειμενικό χρόνο και αποσταθεροποιεί προκλητικά μιαν ενδεικτική στην παράδοση ελληνική οικογένεια, δραματοποιώντας την γνήσια διατύπωση του αφηγήματος σε ρητορική τραγωδία. Παραμένει η ταυτότητα του κειμένου ακέραια και δυσεπίλυτη. Χάλκευση μιας αξιολάτρευτης σκέψης για την αλήθεια σε οποιαδήποτε στιγμή από και μέχρι την ευστοχία έκφρασης των διακυμάνσεών της. Το εγχείρημα εδώ στηρίζεται στην τεχνοτροπία της λεπτομερέστατης συνείδησης στο «υποσυνείδητο» του ερωτικού στοιχείου.
Η οικείωση στην σχηματική μεταλλευτική μιας ιδέας είναι μόνιμη στο σύνολο των παρατεταμένων τρόπων στην πειθαρχία της, όταν παρεμβαίνει. Έτσι το βλέμμα σε μια μεταγενέστερη διείσδυση στην φόρμα ανάγνωσης περιγράφεται μέχρι τέλους αποκλειστικά βραδυφλεγές, έτοιμο στην διαδικασία μιας εμφαντικής αναφοράς, απόθεμα εξαρχής στο δίπολο έρωτας-θάνατος, αρσενικό-θηλυκό σα πρώτη οδύνη τής κατανόησής του αφηγήματος συμπλέοντας με κάθε αγωνία και επιθυμία στον παραπάνω λόγο της ακολουθίας στην παραδοχή, που ωφελεί την βιωματική γραφή, που θα σε μπορέσει.
Η μελέτη των αρχετύπων της ιστορίας αυτής στην μνημονική γραφή εικονίζει την αλήθευση πέρα ως πέρα στην παραπάνω λειτουργία. Το σύστημα των ορισμών με ρητή προσοχή ανακλά την ταύτιση στον καθρέπτη των ονείρων μας στην ψυχή σε τέτοιο βαθμό, που να μας παραπέμπει σε μιαν αλληγορική σκέψη της παραμυθίας. Μετατρέπονται έτσι, ζητήματα σε μεταφορές στο έργο επιτρέποντας την παράθεση μιας προκαθορισ