"Πλησιάζοντας στο χρόνο που ακούς κάπου κοντά τους ήχους των κουπιών στης νύχτας τη λίμνη, σου ’ρχεται η πεθυμιά να ξαναδιαβείς τα πού περπάτησες μέχρι τα τώρα, εκεί στον κόσμο της καρδιάς. Ώρες, στιγμές, που φύτρωσαν, που άνθισαν, που με μιαν άλλη ύπαρξη είχατε σπείρει και ζωή. Τι κι αν τώρα χάσαν την πρώτη τους φρεσκάδα. Μέσα σου ζουν σα να ’ταν χθες, και σαν παιδί θες, παίζοντας πάλι, σε χαρταετό γραμμένες να τις υψώσεις με γραίγο ή όστρια στον ουρανό.
»Ναι, αυτές οι ωραίες στιγμές, μέχρι τα τώρα, από χαρτί κι από γραφή ήταν στερημένες. Στο γιατί και στο ύστερα ζητούσες πάντα απαντήσεις, χωρίς εκεί να βρίσκεις ποτέ αγκρέμιστες τις αποκρίσεις.
»Κι έτσι, έστω κι αργά, γυμνός τώρα, αποκαλύπτεις πως μια αγκαλιά, ένα χάδι, ένα σμίξιμο, ένα φιλί, ήταν το μόνο νόημα στα γιατί, που σε αγρούς στέρφους να δρέψεις καρτερούσες.
»Ναι, μια αγκαλιά, ένα χάδι, ένα σμίξιμο, ένα φιλί, δίνουν απόκριση στο τι είναι η ζωή».
Γ. Σ.