ΜΕ ΑΝΤΙΣΤΥΛΙ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ
Ένοιωθα να γέρνω σαν ανεμώνη,
που λησμόνησαν δίχως νερό στο βάζο.
Γέρνω, είπα μέσα μου, γερνώ,
τον ακροτελεύτιο στίχο μου καταθέτω.
Με καρτεροσύνη, θλιμμένη , ξέπνοη,
ψέλλισα «γεια» στα γύρω μου.
Κι ήρθες εσύ, Ποίηση, άγγελος ψυχής,
και μ’ ανάγειρες!
Ύδωρ λαγαρό οι λέξεις σου, αμφίρροες,
κισσός σε λεύκας κορμοστασιά,
με τύλιξαν.
Εύχαρις για τα δώρα σου,
την ψυχή όρθωσα
αδράχνοντας την γραφίδα.