Περιπλανιόμαστε κουβαλώντας την προίκα μας όπως το σαλιγκάρι το σπίτι του. Η φύση που αποστρεφόμαστε, οι ανεπανάληπτες στιγμές που λησμονούμε. Οι συγκάτοικοί μας σε στεριά, ουρανό και θάλασσα που υφίστανται τη βαναυσότητά μας. Αυτά είναι τα τιμαλφή μας που ευτελίζουμε. Ο ήλιος γελάει γιατί τον χρειαζόμαστε, η σελήνη κλαίει γιατί μας έχει ανάγκη. Ξέρουμε τις συνέπειες αλλά δεν μας νοιάζει. Θα κληρονομήσουν οι επόμενοι ένοικοι. Έχουν αποστηθίσει το μάθημά τους, αν όχι θα αντιγράψουν. Η λύρα του Ορφέα που θρυμματίζει τον βράχο του Σίσυφου προσπαθεί να μας συνετίσει. Κάπου κάπου τα καταφέρνει. Το ίδιο και οι σκόρπιες λέξεις των ποιημάτων της Ψάπφας, οι νότες χαμένων μεσαιωνικών χειρογράφων, η σαγήνη της σύριγγας του Πάνα.
Αντί να έχουμε φυλακισμένο τον κόσμο στο άμυαλο κεφάλι μας μήπως πρέπει να τον απελευθερώσουμε;