Την αταραξία διδάσκει ο Βουδισμός· αυτήν αποζητάει ο βουδιστής ασκητής, αυτήν και ο ώριμος τεχνίτης του χάικου και προς την ίδια πάνω κάτω κατεύθυνση: ένδον. Το ηθικό αυτό αίτημα είναι εξαρχής συνυφασμένο με την τέχνη, την τεχνική και την εικονοποιία ακόμη του χάικου· η συνείδηση της ματαιότητας προβάλλεται εδώ ως προϋπόθεση της ατομικής αρετής, και η μικροσκοπική παρατήρηση της αιώνιας φύσης ιχνογραφεί ακόμη πιο εφήμερα τον παρατηρητή:
Έτσι θ' ανθίζουν/
κι οι κερασιές στην άλλη/
όχθη της ζωής.
Δεν χρειάζεται να πιστεύει κανείς στη μετά θάνατον ζωή για να νιώει την ασκητική και ασκημένη συγκίνηση αυτής της δεκαεπτασύλλαβης μονοκονδυλιάς. Αντιλαμβανόμαστε αμέσως ότι η βουδιστική καρτερία που εμψυχώνει την τέχνη του χάικου προϋποθέτει έναν βαθύτατο σεβασμό για τα φαινόμενα της ζωής, για τη φθαρτή και εφήμερη ύλη του κόσμου τούτου, και μια λαχτάρα συγχρόνως, σχεδόν απροσδιόριστη, για ό,τι αναπόφευκτα διαβαίνει.
Στην τέχνη του χάικου, τα πράγματα του κόσμου είναι ακόμη πιο επιτακτικά πράγματα του κόσμου, και η φυσική ιχνογραφία προσεταιρίζεται τον παρατηρητή, το λυρικό "εγώ" της δικής μας ποίησης, σαν ένα ακόμη φυσικό φαινόμενο. Στα χάικου, για να θυμηθούμε τον Σολωμό, η μεταφυσική γίνεται φυσική -όχι αντιστρόφως- και η διάρκεια ερωτοτροπεί με το στιγμιαίο παρόν.