Η ποιήτρια, με την τέταρτη συλλογή της, αναρριχάται σαν τον ορειβάτη στο δύσβατο του εδάφους των ποικίλων εμπειριών. Ανέρχεται κρεμασμένη στο κενό πολλάκις για να μεταφέρει στον αναγνώστη την άλλη βιωματική πραγματικότητα, όπου ο αέρας –δονείται απ’ τη φωνή– γίνεται ορατός. Όμοιος με πεταλούδα ανοιγοκλείνει τα φτερά, σταματά ή ξεκινάει το πέταγμα. Δεν είναι ποτέ νοσηρός ο αέρας. Φορέας της φωνής, ξέρει να συγκρατεί τη κλίμακα του ύψους της καθώς και να κοπάζει όταν το ταξίδι στο εντός της καρδιάς παραμένει εμπιστευτικό, προσλαμβανόμενο απ’ τα ευήκοα ώτα. Ο αέρας, εντέλει, βιώνεται ως επιλεκτικός λιμένας καταφυγής.