«Δε μιλούσε πια, ούτ’ έγραφε. (Το ξανάπες.) Και πριν και μετά ’ταν όλα ταχτοποιημένα. Μετά ’μως δεν είχε θέση γι’ αυτόν. (Στον Μπαρτ το διάβασε.) Στενοχωριόταν που τό ’βλεπε, και δεν ημπορούσε. Βόγκαγε. Απ’ όταν το κατάλαβε, δεν ξανα’ρωτεύτηκε. (Γέλια.) Ήταν ήδη πολύ αργά. Το κουβαλάει ακόμα, φαίνεται.»
Μια ηθελημένα ασταθής ισορροπία μεταξύ θεατρικής πρόζας, πεζού λόγου, ακόμη και πεζολογίας, και ποιητικής έκφρασης, η οποία κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι τις αποκαλυπτικές τελευταίες στιγμές.