"Όλα είναι παρεξήγηση". Με αυτή τη φράση του Samuel Beckett προς τον Theodor Adorno το 1969, έκλεισε ο κύκλος της συνάντησης μεταξύ δύο ανθρώπων που έμελλε να διαδραματίσει τον δικό της ιδιαίτερο ρόλο στην ιστορία της φιλοσοφικής αισθητικής. Ο Adorno, αναζήτησε στην τέχνη έναν ελάχιστο τόπο αντίστασης απέναντι στην αρνητικότητα της πραγματικότητας, έναν ελάχιστο
τόπο για την ελπίδα. Το έργο του Beckett, υπήρξε παραδειγματικό ως προς αυτή την κατεύθυνση. Ο Adorno αναγνώρισε σε αυτό, όχι απλώς ένα νέο είδος θεάτρου, αλλά και το υπόδειγμα για τη διατύπωση μίας νέας αισθητικής θεωρίας. Το σχέδιο της Αισθητικής Θεωρίας υπήρξε αρκετά φιλόδοξο καθώς είναι μοναδικό ίσως, από τον Hegel και μετά, το στοιχείο της συμπληρωματικότητας ανάμεσα στην τέχνη και τη φιλοσοφία, ανάμεσα στην Αισθητική Θεωρία και την Αρνητική Διαλεκτική.
Χαρακτηριστική εκδήλωση αυτής της συμπληρωματικότητας, η κριτική που ασκεί ο Adorno στις οντολογικές θεωρήσεις του Martin Heidegger και του υπαρξισμού των J.P. Sartre και Karl Jaspers με αφορμή το "Τέλος του παιχνιδιού" του Beckett.