Ο Άκης Πάνου εξομολογείται:
"Πάμε ένα βράδυ του '58 με τον Μουρκάκο και τον Κολοκοτρώνη να ακούσουμε τον Καζαντζίδη στον "Αστέρα", στην Κοκκινιά.
Φίσκα το μαγαζί. Μας βάζουνε να καθίσουμε σε κάτι καφάσια. Τραγουδάει ο Στέλιος:
"Μα κανένας δε μου φταίει για το χάλι μου / σπάσιμο θέλει το κεφάλι μου". Και τότε, πετάγεται
κάποιος πάνω, σπάει ένα ποτήρι και το καρφώνει στο μέτωπό του! Παγώνουμε όλοι. Τον παίρνουνε
αυτόνε γεμάτο αίματα. Κι ενώ τον σέρνουνε στην έξοδο και ο Στέλιος συνεχίζει το τραγούδι, γυρίζει
και του φωνάζει: "Γεια σου, Στελάρα!" Καταλαβαίνεις; Λέω, λοιπόν: Αν φύγει ο Στέλιος από την
Κοκκινιά κι αρχίσει να τραγουδάει περπατώντας για ν' ανέβει στην Αθήνα, με τον κόσμο που θα
μαζέψει στο δρόμο δεν κάνει επανάσταση; Αλλά δε σταματάω εδώ. Χρόνια και χρόνια τον παρακολουθώ. Και βλέπω ότι τα περισσότερα από τα τραγούδια του είναι χάλια. Κι όμως, μ' αυτά τα κακά τραγούδια με κάνει να τον ακούω. Πώς τα καταφέρνει να με κάνει ν' ακούω μόνο αυτόνε; Είναι μεγάλη φωνή; Υπάρχουν κι άλλες φωνές που θα μπορούσαν ίσως να φτάσουν σ' αυτό το σημείο. Τραγουδάει για την εργατιά και την ξενιτιά; Μα, κι άλλοι το κάνουν. Τι συμβαίνει, λοιπόν; Συμβαίνει ότι υπάρχει ένα μεγαλείο. Η ικανότητα ενός ανθρώπου, που ξεπηδάει από την εμπειρία του να παίρνει
από το τραγούδι την ψυχή του και να μου τη δίνει. Ακόμα και σε τραγούδια ασήμαντα. Και χωρίς ποτέ αυτό να γίνεται τεχνικά. Αν αυτά τα τραγούδια που 'χει πει ο Καζαντζίδης, τα κακά, τα 'λεγαν άλλοι, δε θα τους ήξερε ούτε η μάνα τους."