Η ομορφιά του κλασικού κειμένου είναι ότι, όποια εποχή και αν διαβάζεται, γεννά έντονα συναισθήματα και δυνατές ιδέες. Το ίδιο συμβαίνει και με τον "Ηγεμόνα" του Μακιαβέλι. Διαβάζοντας τα 26 κεφάλαια, γραμμένα σε απέριττο ύφος, με αλυσιδωτές επιχειρηματολογίες, με ψυχρότητα και πάθος συνάμα, με την αρχαιότητα να συμπλέκεται με το παρόν σε μια αρραγή ενότητα, με αντιθέσεις και γενικεύσεις, με υπερβολές κάποιες φορές, ο αναγνώστης δοκιμάζει δυνατή συγκίνηση και αισθάνεται την ανάγκη να γίνει κι αυτός κριτής, του συγγραφέα, των γραφομένων, αλλά και των πράξεων των εξουσιαστών και των εξουσιαζόμενων όλων των εποχών. Είτε ενοχληθεί είτε όχι από τη μακιαβελική ανάλυση της εξουσίας, είναι βέβαιο ότι θα συγκινηθεί με το τελευταίο κεφάλαιο του Ηγεμόνα, στο οποίο ο ψυχρός και λογικός ανατόμος της εξουσίας γίνεται ένθερμος πατριώτης, ικέτης για τη σωτηρία και την ελευθερία της πατρίδας του.
Αυτές οι προοδευτικές παραινέσεις ήταν ο λόγος που στα χρόνια που ακολούθησαν τον θάνατο του Μακιαβέλι και μέχρι τον 19ο αιώνα ο αναθεματισμός του συγγραφέα για τις απόψεις που διακηρύσσει στον "Ηγεμόνα" στάθηκε βαρύς και υπερβολικός, καθώς οι πιο πολλοί μετέθεσαν όλη την ευθύνη για τη νόσο της πολιτικής εξουσίας στον άνθρωπο που τόλμησε με ρεαλισμό και σαφήνεια να την αναλύσει, ενώ οι ίδιοι απώθησαν την προσωπική τους ευθύνη για την έξαρση της νόσου.
Αλλά ακόμη και στις μέρες μας, όπου η εξουσία χαρακτηρίζεται από αμοραλισμό, άλλοτε εμφανέστατο και άλλοτε επιμελώς αποκρυπτόμενο, το κείμενο μπορεί να θεωρηθεί ανατρεπτικό. Αντί όμως να ενοχλεί το κείμενο του Μακιαβέλι, που ανατέμνει και αποδεικνύει αυτόν τον αμοραλισμό, δεν είναι προτιμότερο η ενόχληση να στραφεί εναντίον αυτών που τον εφαρμόζουν και κρατούν σήμερα, όπως και στο παρελθόν, στα χέρια τους τις τύχες του κόσμου;