Είναι κοινός τόπος ότι οι λογοτέχνες και οι ποιητές της Γενιάς του Τριάντα ανακίνησαν και μονοπώλησαν το ζήτημα της ελληνικότητας στον Μεσοπόλεμο. Υπήρχαν όμως και άλλα αφηγήματα της ελληνικότητας που είχαν τη φιλοδοξία να κυριαρχήσουν στον δημόσιο λόγο και ορισμένα από αυτά προήλθαν από το έργο των διανοουμένων του επονομαζόμενου Κύκλου της Χαϊδελβέργης, συγκαταλέγοντας την ελληνική περίπτωση στις αντίστοιχες αναζητήσεις και τα ευρωπαϊκά συμφραζόμενα μιας περιόδου έντονων ανακατατάξεων.
Στο βιβλίο αυτό διερευνάται ακριβώς αυτός ο κύκλος διανοουμένων, με βάση το ερώτημα γιατί ανέκυψε η ανάγκη να αναζητηθεί η ελληνικότητα σε μια περίοδο κρίσης και ιδεολογικής αντιπαλότητας των αστικών κομμάτων με το αντίπαλο δέος του κομμουνισμού.
Καθώς οι εγχώριες πνευματικές ελίτ, ως άτυποι εντολοδόχοι του έθνους, ανέλαβαν να διαμορφώσουν ένα πολιτισμικό πρόγραμμα για το περιεχόμενο και το νόημα του ελληνισμού, η ελληνικότητα προσφέρθηκε ως ένα πρόγραμμα "πολιτικού ανθρωπισμού", συμπυκνώνοντας όλα τα προβλήματα που διαπερνούσαν το κράτος και την κοινωνία την περίοδο της μεσοπολεμικής κρίσης. Στην παραγωγή του αφηγήματος της ελληνικότητας ως σημαίνοντος υπέβοσκαν τα στοιχεία εκείνα που συγκροτούσαν μια νέα φαντασιακή θέσμιση του έθνους και θα εξασφάλιζαν την ιστορική του ύπαρξη και αποστολή. Ταυτόχρονα όμως το αφήγημα της ελληνικότητας προσφερόταν και ως απάντηση στα ζητήματα διακυβέρνησης που αντιμετώπιζε το μεσοπολεμικό κράτος, αναδεικνύοντας τα μείζονα προβλήματα του εγχώριου αστισμού την περίοδο αυτή ως προς την πολιτική επιβίωση και εξασφάλιση της συνέχειάς του.