Οι παραδόσεις δεν δημιουργούνται τυχαία. Η σοφία που κρύβεται σ’ αυτές είναι λαγαρισμένη στο κόσκινο της ιστορίας. Αυτό το κόσκινο έχει στο πλέγμα του αντί για τρύπες, τις μυριάδες ψυχές των προπατόρων μας. Αυτοί είναι που μας παραδίδουν τη γνώση, την εμπειρία και τις παρακαταθήκες τους εκείνες που αντέχουν στο χρόνο. Αν δει τις παραδόσεις κανείς αφ’ υψηλού, περιφρονεί δυο σημαντικές δυνάμεις της ιστορίας: το πλήθος των ανθρώπων –με την ποικιλομορφία της νοοτροπίας, της ευφυΐας, της προσωπικότητας και του χαρακτήρα τους– και τη διαχρονικότητα. Αν κανείς σκύψει πάνω από τις παραδόσεις με σεβασμό και πνεύμα μαθητείας, όλο και κάτι ωφέλιμο αντιλαμβάνεται, όλο και κάτι κερδίζει. (Το αληθινό αθάνατο νερό, Σελ. 83)
Πού ήσουνα μητρόπολη, μαχαίρι σαν μου μπήγαν; Πού ήσουνα πατρίδα μου για να με προστατέψεις; Πού ήσουν κόσμε υποκριτή, δήθεν πολιτισμένε; Τυφλός μπροστά στα εγκλήματα, βουβός στις κτηνωδίες. Τον «άλλο» λες πως νοιάζεσαι… Ποιος είν’ αυτός ο άλλος; Που πάντα είν’ αλλιώτικος και όχι ο πλησίον; Όπου έχει ανταλλάγματα, όλα για το συμφέρον∙ τον μαμωνά μόν’ αγαπάς κι όλα γι’ αυτόν τα κάνεις. (Ο Πόντος ζει!, Σελ. 86)
Ο Αϊ-Δημήτρης δεσμώτης. Κρέμονταν οι βαριές αλυσίδες στα χέρια όπως καθόταν στην πέτρα. Πέτρινο μπουντρούμι, ημίφως, υγρασία. Το κεφάλι ήταν σκυφτό και προσευχόταν∙ κι οι αλυσίδες κρέμονταν. Μπήκε ο Νέστορας, μίλησε κι είπε. Παρακάλεσε. Σήκωσε ο δεσμώτης το κεφάλι του και φωτίστηκε ο τόπος απ’ το βλέμμα του. Σήκωσε τα χέρια και σταύρωσε τον επισκέπτη κι οι αλυσίδες κουδούνισαν σαν να ’ταν θυμιατό. Ή μήπως ήταν θυμιατό; Πώς ευωδίασε έτσι ο τόπος; Ποιος Λυαίος; Ποια άλλα άνευ σημασίας πρόσωπα και πράγματα του κόσμου τούτου; Αυτοκράτορες όντες, μηδέ εαυτούς δύνανται κρατείν… Γύρισαν και οι δύο και με κοίταξαν. Γιατί με κοιτάτε έτσι; (Μας κοιτούν, Σελ. 127)
Αλλά τούτες τις μέρες, Παναγία μου, βλέπω ότι λύσσαξε ολότελα ο εξαποδώ και παίρνει τα μυαλά πολλών ανθρώπων. Τρέχουν σαν φοβισμένα βουβάλια οι άνθρωποι και φαίνεται μόνο τ’ ασπράδι του ματιού τους. Και